Ενδομητρίωση

Η ενδομητρίωση είναι μία όχι και τόσο σπάνια γυναικολογική πάθηση, κατά την οποία ιστός που φυσιολογικά θα έπρεπε να αναπτύσσεται εντός της μήτρας, αναπτύσσεται έξω απ’ αυτή, στα όργανα της κοιλιάς και της λεκάνης, δημιουργώντας οζίδια ή κύστες. Η πιο συχνή της εμφάνιση είναι στο περιτόναιο, στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες και στην ουροδόχο κύστη και πλήττει σε μεγαλύτερο ποσοστό τις γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.

Υπολογίζεται ότι το 10% των γυναικών θα εμφανίσει ενδομητρίωση κάποια στιγμή. Επίσης η ενδομητρίωση είναι η αιτία για το 30% των περιπτώσεων υπογονιμότητας.

Υπάρχει περίπτωση γυναίκες με προχωρημένη ενδομητρίωση να μην έχουν καθόλου πόνο, ενώ αντιθέτως γυναίκες με νόσο στα αρχικά στάδια να υποφέρουν από δυνατούς πόνους.

Υπάρχει μια μεγάλη διακύμανση όσον αφορά τον πόνο που προκαλεί η ενδομητρίωση μεταξύ των ασθενών.

Ο πόνος είναι το πιο συχνό σύμπτωμα της νόσου.

Η ένταση των συμπτωμάτων της εδνομητρίωσης εξαρτάται όχι τόσο από το μέγεθος της ενδομητρίωσης αλλά από του πού βρίσκεται η πάθηση και ποιους ιστούς επηρεάζει.

Δυσμηνόρροια (σοβαρές κράμπες στην έμμηνο ροή)

Πυελικός πόνος εκτός εμμήνου ροής

Υπογονιμότητα (εφόσον δεν έχει εντοπιστεί άλλη αιτία)

Οσφυαλγία

Δυσπαρεύνια (πόνος κατά την ερωτική επαφή)

Επώδυνες κενώσεις εντέρου

Κοιλιακή διάταση

Μετεωρισμός (φούσκωμα)

Δυσκοιλιότητα

Πόνο κατά τη διάρκεια της άσκησης

Επώδυνη εξέταση πυέλου

Επώδυνη και συχνή ούρηση καθώς και άλλα συμπτώματα.

Βέβαια, κάθε γυναίκα που πάσχει δεν έχει όλα τα παραπάνω συμπτώματα, αλλά αυτά είναι τα πιο συχνά.

Η ενδομητρίωση δεν είναι πάντα εύκολο να διαγνωσθεί. Λόγω των μη ειδικών συμπτωμάτων της, που συχνά μιμούνται άλλες παθήσεις, μπορεί να περάσουν εώς και επτά  χρόνια από την έναρξη των συμπτωμάτων μέχρι τη διάγνωση της πάθησης.

Τα πιο σημαντικά μέσα για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι τα εξής:

Ιστορικό

Η λήψη καλού ιστορικού είναι ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία για να τεθεί η υποψία ενδομητρίωσης. Τα συμπώματα της ενδομητρίωσης είναι χρόνια και έχουν σχέση με τον καταμήνιο κύκλο στις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας. Επίσης, κάποιες γυναίκες μπορεί να υποφέρουν από υπογονιμότητα και κάποιες να είναι εντελώς ασυμπτωματικές.

Κλινική εξέταση

Η κλινική εξέταση σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δείξει ευαισθησία ή όζους που παραπέμπουν σε ενδομητρίωση, αλλά μπορεί και να είναι αρνητική.

Γυναικολογικό υπερηχογράφημα

Το γυναικολογικό υπερηχογράφημα  είναι διαγνωστικό για κύστεις ενδομητρίωσης. Όταν ο ιατρός που πραγματοποιεί το υπερηχογράφημα είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος και ενημερωμένος, μπορεί να απεικονίσει όζους ενδομητρίωσης στο έντερο ή στην ουροδόχο κύστη. Η κα Τσουμπού είναι εξειδικευμένη στη γυναικολογική υπερηχογραφία, και ειδικά στην εξέταση γυναικών με ενδομητρίωση, στο King’s College  Hospital στο Λονδίνο που αποτελεί πρωτοπόρο κέντρο γυναικολογικής υπερηχογραφίας παγκοσμίως.

Αιματολογικές εξετάσεις

Αιματολογική εξέταση π.χ. η εξέταση CA-125 δεν είναι διαγνωστική για την ύπαρξη ενδομητρίωσης, καθώς μπορεί να είναι αυξημένη και σε άλλες παθήσεις.

Λαπαροσκόπηση

Η πιο αξιόπιστη μέθοδος για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης είναι η λαπαροσκόπηση. Ο χειρουργός μπορεί να δει αν υπάρχουν εστίες ενδομητρίωσης, να εκτιμήσει την έκταση και τη βαρύτητά τους και να τις αφαιρέσει.

Η θεραπεία που επιλέγεται κάθε φορά είναι εξατομικευμένη και διαφοροποιείται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ηλικία ή την επιθυμία της γυναίκας για τεκνοποίηση. Στις περιπτώσεις με ελαφρά συμπτώματα, συνήθως συστήνονται παυσίπονα. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που ο πόνος επιμένει και η γυναίκα δεν επιθυμεί να τεκνοποιήσει, συνήθως περνάμε σε ορμονική θεραπεία (χάπια, ενέσιμη μορφή, ρινικό σπρέι).

Τέλος, σε γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με ενδομητρίωση μεγάλου βαθμού και αντιμετωπίζουν αφόρητους πόνους, τελευταία λύση είναι η χειρουργική θεραπεία. Η χειρουργική θεραπεία της ενδομητρίωσης γίνεται λαπαροσκοπικά από γυναικολόγους ειδικούς στην αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης. Σκοπός είναι να εκτιμηθεί η έκταση της νόσου και να αφαιρεθεί η ενδομητρίωση, προκαλώντας όσο το δυνατό λιγότερο τραύμα στους υγιείς ιστούς,και ειδικότερα στις ωοθήκες και στις σάλπιγγες σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.

Η ενδομητρίωση επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα σύλληψης και μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα, καθώς συνήθως επηρεάζει την ανατομία και τη λειτουργικότητα των αναπαραγωγικών οργάνων της γυναίκας δηλ. των ωοθηκών και των σαλπίγγων. Η παρουσία ενδομητρίωσης συνδέεται επίσης με χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση που δρα αρνητικά στη γονιμότητα. Η χειρουργική αφαίρεση της ενδομητρίωσης δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα μείνετε έγκυος, αλλά βελτιώνει τις πιθανότητες. Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας που δεν ανταποκρίνεται στη χειρουργική θεραπεία, μπορεί να χρειαστεί θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι μια θεραπεία γονιμότητας που μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για γυναίκες με ενδομητρίωση και παρακάμπτει πολλές από τις πιο συχνές επιπλοκές της ενδομητρίωσης.